Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Rekopis znaleziony w Saragossie


Σκηνοθεσία: Wojciech Has
Παραγωγής: Poland / 1965
Διάρκεια: 182'

Το "Το Χιεορόγραφο Της Σαραγόσας" αποτελεί ένα παράδοξο αριστούργημα. Πραγματικό κόσμημα της 7ης Τέχνης. Η αφήγηση συναντάει το φανταστικό, το ονειρώδες και τον σαρκασμό, και ρέει σε παρθένα ύδατα με αξιοσημείωτη άνεση. Αυτή η παραδοξότητα του, ή η καινοτόμα αυτοτέλεια αν προτιμάτε, λειτούργησε ως πόλος έλξης της κινηματογραφικής ελίτ της εποχής. Και παρακολουθώντας το, δε θα δυσκολευτούμε να αντιληφθούμε τους λόγους για τους οποίους εντάσσεται στις αγαπημενέστερες ταινίες του Luis Bunuel.


Πίσω απ' την κάμερα ο Wojciech Has κάνει εκπληκτικά πράγματα. Η κίνηση είναι το βασικό συστατικό της σκηνοθεσίας. Ο κινηματογραφικός φακός ανοίγει και κλείνει διαρκώς, μεταβάλλοντας το σημείο εστίασης. Η κάμερα κινείται αδιάκοπα στο χώρο, περιμετρικά και επάλληλα. Ενώ και οι ήρωες παρουσιάζουν μια ενεργητική υπερκινητικότητα. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η ευμεταβλητότητα του κάδρου, καθώς μετακινούμαστε διαρκώς σε νέες χωροταξικές συντεταγμένες εντός του ίδιου πλάνου-σκηνής, χωρίς απαραίτητα να μιλάμε για τεχνική μονοπλάνο. Μορφολογικά η οθόνη είναι φορτωμένη με αντικείμενα. Παράξενα και βαρύγδουπα αντικείμενα, που ωστόσο δε βαραίνουν σε κανένα σημείο τη θέαση. Έτσι, πριν περάσουμε στη θεματολογία, μπορούμε να ισχυριστούμε πως το "Rekopis znaleziony w Saragossie" είναι μια εικαστική πανδαισία και μια οπτική πρωτοτυπία! Ενώ ειδική μνεία αξίζει και στο soundtrack της ταινίας.


Θεματολογικά η ταινία αποτελεί μια ιδιότυπη ωδή στην Τέχνη. Και κυρίως στη συγγραφική διαδικασία. Είτε αυτή ορίζεται στο γραπτό λόγο, είτε σε οποιοδήποτε άλλο πεδίο έκφρασης. Σ' έναν απ' τους απολαυστικούς διαλόγους θα ακούσουμε, "Διαιρώ έναν αριθμό με το άπειρο. Και έτσι παίρνω το απειροελάχιστο. Και αυτό αντιστοιχεί στο μόριο, το μικρότερο δυνατό σωματίδιο του Δημόκριτου. Και όμως ορίζω το άπειρο χωρίς να το κατανοώ. Και αυτό είναι πολύ κοντά στην ποίηση(Τέχνη). Η οποία ποίηση είναι ακόμα πιο κοντά στη ζωή."


Όσον αφορά την αφήγηση αυτή στερεώνεται στη διήγηση πολυάριθμων ιστοριών. Οι ηθοποιοί αναλαμβάνουν τον ρόλο διηγητών. Και η μία ιστορία επιφέρει την άλλη. Κάθε μύθος μέσα σ' άλλον. Ξεκινάμε από κάπου, καταλήγουμε κάπου αλλού, διατρέχοντας τον ενιαίο και αδιάσπαστο χωροχρόνο της αβυσσόμορφης ανθρωπότητας. Οι αλληλένδετες (ατομικές) ιστορίες μας μεταφέρουν σαν ασανσέρ στο χωροχρόνο, υπενθυμίζοντας μας τη θεωρία του Δημόκριτου, και συγκεκριμένα το πως τα επιμέρους ατομικά στοιχεία συνθέτουν την ολότητα. Κινηματογραφικά όλο αυτό το σαγηνευτικό μυθοπλαστικό γαϊτανάκι ζωντανεύει μέσω της τεχνικής των flash backs. Η αφήγηση εμπεριέχει αλλόκοτα στοιχεία, και συμφιλιώνει τον ερωτισμό με το φόβο κάτω απ' την κοινή ομπρέλα των ψυχοσωματικών παρορμήσεων. Τα πάντα τοποθετούνται σε μια ονειρώδη-φανταστική σφαίρα(Τέχνη), η οποία παρουσιάζει μια απαράμιλλη ικανότητα να εξομοιώνει την πραγματικότητα.


Μεγάλη εντύπωση προκαλεί και η συνέπεια στη συναρμολόγηση των επιμέρους ιστοριών. Συγκεκριμένα, η πλοκή κάθε ιστορίας επαληθεύει την προηγούμενη, σε αυτό το μυστήριο τραίνο αλληλοδιαδοχής. Έτσι, ο Wojciech Has μας επιχειρηματολογεί πως σ' αυτή την εσωτερική συνέπεια στη συναρμολόγηση της πλοκής κρύβεται και το επιμύθιο της (σεναριο)συγγραφικής αρτιότητας. Επισημαίνοντας μας ταυτόχρονα την τεχνητή φύση της συγγραφής, ή καλύτερα την ικανότητα της συγγραφής να αναδημιουργεί τεχνητούς κόσμους, με το ιδίωμα μιας φάρσας που προορίζεται αποκλειστικά για το κοινό. Καθώς είναι το κοινό αυτό που τελικά "συνεχίζει" την ιστορία. Μπορεί το οποιοδήποτε γραπτό κείμενο -οποιασδήποτε μορφής- να ενέχει μια αυτούσια δυναμική. Ωστόσο είναι το κοινό αυτό που καλείται να αποκωδικοποιήσει τα "λεχθέντα". Και έτσι η λειτουργικότητα του θεάματος-Τέχνης είναι ποικιλόμορφη. Εκτείνεται απ' τη διασκέδαση, εκμαίευση συναισθημάτων ως και την ψυχοσωματική διαμόρφωση του ακροατηρίου, ανάλογα με το βαθμό της δικής μας συμμετοχής. Για παράδειγμα ο πρωταγωνιστής Alfonse Van Worden, που αποτελεί το ακροατήριο στις ιστορίες των άλλων, εμφανίζεται εντελώς τρομοκρατημένος, τη στιγμή που οι υπόλοιποι ακροατές φέρονται να διασκεδάζουν.


Τέλος, με ένα ποιητικό και λυρικό φινάλε, ο Wojciech Has θα μας υπενθυμίσει τον αέναο χαρακτήρα της Τένχης. Δεν υπάρχει τερματικό στοιχείο σε αυτή. Οι τελευταίες σελίδες του "βιβλίου" είναι διαρκώς κενές. Περιμένοντας το χάδι των δικών μας δαχτύλων και το μελάνι της σκέψης μας να λερώσει και να συνεχίσει το έργο. Να το συνεχίσει, να το συνδιαμορφώσει και να το ακολουθήσει στην αγέραστη πορεία του ως το άπειρο.
Βαθμολογία 10/10

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Tell-Tale


Σκηνοθεσία: Michael Cuesta
Παραγωγής: England / USA / 2009

Διάρκεια: 92'


Το πρώτο μέλημα μιας ταινίας που ακολουθεί την ροή μιας μυθιστορηματογραφικής αφήγησης είναι να εντάξει την ιστορία της σ' ένα αληθοφανή περιβάλλον, ούτως ώστε η χαρακτηρολογική, αλλά και η ευρύτερη δραματουργία να λειτουργεί με πειστικότητα. Το Tell-Tale νικιέται κατά κράτος σε αυτή τη διάσταση. Αδυνατεί να ορίσει το περιβάλλον της ιστορίας. Και ξεδιπλώνει τη δράση μ' έναν χοντροκομμένο τρόπο. Έτσι η πειστικότητα, ή καλύτερα η φυσικότητα της ιστορίας, έχει επέλθει σε βαθμό πλήρους διάλυσης.


Η "πειραγμένη" υπόθεση έχει ως εξής: Ο Terry, πατέρας μιας κόρης με μια σπανιότατη δυσμορφική ασθένεια, πάσχει από καρδιολογική ανεπάρκεια. Ως εκ τούτου, και με τη βοήθεια της ιατρού του, με την οποία οι σχέσεις είναι κάτι πολύ παραπάνω από επαγγελματικές, θα κάνει εγχείρηση καρδιάς δεχόμενος αυτή ενός δότη. Μόνο που η διαδικασία της μεταμόσχευσης δεν είναι τόσο αγνή όσο φαντάζεται ο Terry. Και η νέα του καρδιά αντιδρά έντονα, συναισθηηματικά αλλά και νοητικά, διατηρώντας τα βιώματα απ' την ύπαρξης της στο σώμα του προκατόχου της. Και ο Terry καταλήγει, εν αγνοία του, ως τιμωρό ενός θεωρητικά άγνωστου εγκλήματος.

Το Tell-Tale (υποτίθεται πως) αποτελεί μια μεταφορά της Μαρτυριάρας Καρδιάς του Edgar Allan Poe. Ωστόσο η προσέγγιση είναι εντελώς τετραγωνισμένη. Αδυνατώντας να συλλάβει το μεταφορικό, το σκοτεινό, αλλά και το μεταφυσικό ύφος του συγγραφέα. Ο Michael Cuesta επιθυμεί να επικαιροποιήσει την ιστορία, θα μπλέξει και την επιστήμη σε αυτή. Και παρ' ότι υπάρχει ένα ενδιαφέρον πρωτογενή υλικό, αυτό του Edgar Allan Poe, το όλο εγχείρημα καταλήγει σε μια ανυπόστατη υπερβολή.


Το αποτέλεσμα είναι ένα συνηθισμένο κακόγουστο θρίλερ. Με τα σκοτεινιάσματα, τα ηχητικά ξαφνιάσματα και μια περιρρέουσα ωμότητα. Η φόρμα είναι στενά στυλιζαρισμένη. Με θερμά φώτα κόντρα στο κάδρο. Ενώ και οι φακοί εναλλάσσονται διαρκώς, σε μια προφανή προσπάθεια να εντείνουν την αγωνία. Το αποτέλεσμα είναι ένα ακόμα θρίλερ της σειράς. Με αρκετές πιθανότητες να ικανοποιήσει το τηλεοπτικό κοινό.
Βαθμολογία 3/10

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Nothing But the Truth


Σκηνοθεσία: Rod Lurie
Παραγωγής: USA / 2008
Διάρκεια: 108'


Το Nothing But the Truth είναι ένα επιθετικό, εσωστρεφές πολιτικό θρίλερ. Την ιστορία όμως την έχουμε ξαναδεί! Άμεμπτη και βράχος ηθικής δημοσιογράφος(Rachel) υπερασπίζοντας τις επαγγελματικές αρχές της -που ταυτίζονται με τις πιο προσωπικές αξίες- πάει κόντρα στις αρχές και στην αδυσώπητη εξουσία-δικαιοσύνη. Η στάση "δικαίου" της, ή έστω άτυπου δικαίου, καταδικάζεται, αφού αρνείται να αποκαλύψει την πηγή ενός δημοσιογραφικού άρθρου της, που ξεσκεπάσει την CIA. Η CIA και η κυβέρνηση ενώνονται για να χειριστούν το θέμα, χρήζοντας το ως θέμα εθνικής ασφαλείας. Η Rachel την έχει βαμμένη!


Κοιτώντας τον σύγχρονο κινηματογράφο, θα λέγαμε πως μετά την εποχή του χαρισματικού Insider το είδος του πολιτικού θρίλερ βρίσκει μια ποσοτική επανάσταση! Όμως μετά τον Michael Mann ελάχιστοι κατάφεραν να προσδώσουν κάτι στο είδος. Με τρανότερη εξαίρεση ίσως, τον David Fincher του Zodiac, ταινία που δεν τη λες και ακριβώς πολιτικό θρίλερ! Συνήθως υπάρχει μια αισθητική, τουλάχιστον, κοινή συνταγή σε όλες αυτές τις ταινίες. Η οποία περιλαμβάνει σφιχτό μοντάζ, ρυθμικό ντεκουπάζ και θεωρητικά αποστασιοποιημένα πλάνα. Και έτσι σε αυτό το, θεωρητικά πάντα, ουδέτερο πεδίο της αποστασιοποιημένης κινηματογράφησης γεννούνται οι συνθήκες για την εκμαίευση των συναισθημάτων. Συναισθήματα που περιλαμβάνουν την ταύτιση, συμπόνοια, σύμπνοια με τον κοινωνικά ασθενέστερο, ο οποίος γροθοκοπάται λυσσαλέα, με unfair χτυπήματα, από το σαθρό σύστημα εξουσίας. Ένα διαπλεκόμενο σύστημα που εκτείνεται συνήθως σε υπέρογκες διαστάσεις.

Κάπως έτσι κυλάει και το Nothing But the Truth. Με μία σημαντική διαφορά! Η ταινία, δραματουργικά, είναι παράσταση για έναν ρόλο. Για αυτόν της Rachel. Θέτει την ηρωίδα στο επίκεντρο. Την εξαγνίζει και την αποθεώνει. Όχι ως ον "πολιτικό", παρ' ότι ο Rod Lurie επικαλείται επιθυμία να θίξει ζητήματα πολιτικής διαφθοράς, αδίστακτης εξουσιολαγνείας κλπ. Εμείς όμως δε βλέπουμε την πολίτη Rachel αλλά τη μητέρα Rachel, τον άνθρωπο Rachel, την ψυχή Rachel σε μια υποκειμενικότατη προσέγγιση. Σε μια συναισθηματικά πιεσμένη παρουσίαση, με σημείο αναφοράς ταινίες όπως το I Am Sam. Κάτι που στερεί την αντικειμενικότητα, αλλά και την ουσιαστικότητα του film στις κατά μέτωπο συγκρούσεις πολίτη-εξουσίας. Οδηγώντας μας σε συναισθηματικά τραβηγμένες και οντολογικά αναξιόπιστες καταστάσεις.


Θα ήταν άδικο να μην αναγνωρίζαμε στο Nothing But the Truth πως ως προς τη γραφή του είναι προσεγμένο. Απ' το πρώτο ως το τελευταίο φιλμικό λεπτό. Δραματουργικά όμως πατάει σε υποσιτισμένα πόδια. Με ανολοκλήρωτους ήρωες. Ενώ και οι "Αμερικάνικοι" διάλογοι, που σχεδόν μας έχουν γίνει βίωμα, ενίοτε δίνουν ερέθισμα για σκέψη και ενίοτε βαυκαλίζονται σε mainstream εξυπνακισμούς. Για να κλείσει με ένα εξόφθαλμα ασόβαρο twist.

Βαθμολογία 4/10

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Ander


Σκηνοθεσία: Roberto Castón
Παραγωγής: Spain / 2009
Διάρκεια: 128'

Ο πρωτάρης(και αυτό φαίνεται τόσο στη συγκέντρωση και την ευλάβεια όσο και στην ατολμία-αμηχανία) Roberto Caston πάει κόντρα στις λαϊκές απαιτήσεις της σύγχρονης κινηματογραφίας. Όπου ο βομβαρδισμός της εικόνας έχει γίνει σχεδόν πανάκεια. Με μακρά πλάνα, που προσομοιώνουν το φυσικό χρόνο, θα μας διηγηθεί χαμηλόφωνα και με φυσικότητα μια ανθρώπινη ιστορία. Κινούμενος αντίρροπα σε σχέση με το σκούρο αυτό σύννεφο που αιωρείται πάνω απ' ότι η συμβατική κοινωνία ορίζει αυθαίρετα ως ανορθόδοξο και παραφυσικό.


Σε μια αγροτική φάρμα της επαρχιώτικης Ισπανίας ζει μια παραδοσιακή οικογένεια. Ο 40χρονός Ander, η αδερφή του και η μητέρα του. Σ' ένα ατύχημα ο Ander θα σπάσει το πόδι του. Ως επακόλουθο, η οικογένεια προσλαμβάνει τον Jose, έναν Περουβιανό, ως δουλευτή της γης. Ο Jose γίνεται μέρος της οικογένειας, και ταυτόχρονα μέσω της φυσικής καθημερινής επικοινωνίας-συνύπαρξης αναδύει στον Ander μια αθέατη πλευρά του εαυτού του. Ο Christian Esquivel, ως Jose, παραδίδει μια εκπληκτική ερμηνεία! Ας περάσουμε όμως και στο τοπικό περιβάλλον, τον πυρήνα του οποίου απαρτίζει μια σειρά χαρακτήρων, μερικοί πλεονάζουν ίσως, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Από τους "περιφερειακούς" χαρακτήρες ξεχωρίζουμε την Reme. Μια μητέρα που εργάζεται ως πόρνη για να επιβιώσει. Και μη μπορώντας να αποδεχτεί τον παρατημό της, καρτερεί την επιστροφή του συζύγου, έχοντας παράλληλα φιλικές(και εργασιακές) σχέσεις με την προαναφερθείσα οικογένεια. Στη φυσική ροή του χρόνου, η αδερφή του Ander παντρεύεται, ενώ η μητέρα του απεβιώνει. Έτσι ο Ander βρίσκεται αντιμέτωπος με το τέλος μιας εποχής και την αυγή μιας νέας.


Η ταινία αντιμετωπίζει ανθρώπινα και κυρίως νατουραλιστικά το ζήτημα της σεξουαλικής επιλογής. Όσοι περιμένετε μια πολύχρωμη-πολύκροτη ομοφυλοφυλική προπαγάνδα καλό θα ήταν να στραφείτε αλλού. Το Ander είναι μια βαθυστόχαστη ταινία, που αρνείται το φτηνό παιχνίδι της δημαγωγίας. Αν ακόμα και σήμερα υπάρχει κάτι που ενδυναμώνει τον μύθο περί διαχωρισμού των φύλων, αυτό είναι η μεταφυσικότητα που έχει αποδοθεί στα απολύτως φυσικά και αυτέγκλητα σεξουαλικά ένστικτα. Η σεξουαλική παρόρμηση και τα ερωτικά ένστικτα, στην πραγματικότητα, είναι τόσο φυσικά όσο οποιαδήποτε ανθρώπινη βιολογική ανάγκη. Η μη αποδοχή της παραπάνω πρότασης ωθεί σε αυτο-καταπιεζόμενες καταστάσεις. Διότι στις μέρες μας τα ζητήματα της σεξουαλικής επιλογής, του φλερταρίσματος, της ερωτικής προσέγγισης αντιμετωπίζονται με μια μεταφυσική βιαιότητα, που υποκινείται απ' το παγιωμένο επιμύθιο της ερωτικής κατάκτησης. Ωθώντας τα άτομα σε μια βίαια αυτο-υποκρισία ώστε να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ανάγκες, τόσο κατά το ερωτικό όσο και στο προ-ερωτικό στάδιο. Και αυτό το μεθοδευμένο ώστε να είναι πλήρως αντιφατικό με τη βιολογική φύση των ερωτικών ενστίκτων και των σεξουαλικών ορμών.

Στα πλαίσια αυτά, και πιθανώς πολύ πιο χαμηλόφωνα απ' τον τόνο του γραφιά, το Ander αποδέχεται τη φυσικότητα του έρωτα. Η ομοφυλοφιλική σεξουαλική σχέση που περιλαμβάνει, πλάι σε πληθώρα ετεροφυλοφιλικών, δεν υπακούει σε κάποια βιαία μεταφυσικότητα. Είναι απλώς η ανταπόκριση δύο ανθρώπων στο κάλεσμα των βιολογικών εσωτερικών εντίκτων τους. Ίσως όμως σταθήκαμε περισσότερο του πρέποντος σε αυτή τη συνιστώσα του film. Το οποίο καθολικά αναπνέει απ' τον καθάριο αέρα της φυσικής ροπής και της ελεύθερης επιλογής. Κάτι που επιβεβαιώνεται και στο απρόσμενα θετικό φινάλε, όπου με το τέλος μιας εποχής(όχι χρονολογικής αλλά δραματουργικής) ο Roberto Castón προτείνει μια δομικά διαφορετική οικογένεια, μια πολυσυλλεκτική οικογένεια. Χωρίς ίχνος φανφάρας και λίβελου κατά των παραδοσιακών θεσμών. Η γέννηση της νέας οικογένειας δεν προκύπτει ως απόρριψη του παραδοσιακού μοντέλου, αλλά ως μια βαθύτερη ένωση που υπακούει στο χρώμα των αναγκών -ψυχολογικών, βιολογικών, υλικών- των μελών που την απαρτίζουν.


Μορφολογικά το Ander υιοθετεί τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής φεστιβαλικής ταινίας. Με αργό μοντάζ και "λεία" φωτογραφία που βάφεται απ' το καταπράσινο του φυσικού τοπίου και από τους ήχους του. Και με μια δραματουργία που επιπλέει ελεύθερα στο παχύ συναισθηματικό φορτίο των ηρώων της!
Βαθμολογία 7,5/10

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

El mariachi


Σκηνοθεσία: Robert Rodriguez
Παραγωγής: Mexico / USA / 1992
Διάρκεια: 82'


Παρακολουθώντας το El mariachi μας λύνεται κάθε ενδοιασμός. Αυτή είναι η καλύτερη ταινία του Robert Rodriguez! Και μας μένει μια πικρία. Για το κινηματογραφικό ένστικτο ενός σκηνοθέτη που, μέχρι σήμερα, έμεινε ανεκμετάλλευτο. Αλλά και για την επίδραση της εμπορευματοποίησης στη δημιουργική διαδικασία. Όχι, μην περιμένετε ένα καλλιτεχνικό διαμάντι. Η ταινία είναι ένας φόρος τιμής στο spaghetti western, εμπλουτισμένη με γκανγκστερικά στοιχεία. Μα είναι απορίας άξιο πως με ένα τόσο πενιχρό budgett -και ένα απλό σενάριο- ο Robert Rodriguez κατάφερε να πλάσει μια τόσο αξιοπρόσεκτη ταινία. Με μια εμπνευσμένη σκηνοθεσία, η κάμερα ζωγραφίζει ελεύθερα και αποδεσμευτικά κάθε πιθαμή του κάδρου. Κάθε σκηνή, κάθε πλάνο, κάθε καρέ μυρίζει αγνό καλλιτεχνικό ενθουσιασμό.


Ένας απένταρος μουσικός(mariachi) ταξιδεύει στο Μεξικό. Αυτός και η κιθάρα του, τίποτα άλλο. Ζει χαϊδεύοντας τις νότες στις χορδές της ψυχής του. Και πίνοντας απ' το ποτήρι των εμπειριών που έρχονται σε αυτόν, όπως έρχεται το αύριο στον άνθρωπο. Μια από αυτές τον φέρνουν στην αγκαλιά του πιο γοητευτικού κοριτσιού της περιοχής. Για να ζήσει έναν έρωτα. Έναν έρωτα ασχημάτιστο ακόμα, σαν έμβρυο που περιμένει τον χρόνο για να ωριμάσει εντός μιας διατομικής συναισθηματικής μήτρας. Ταυτόχρονα όμως, κατόπιν παρεξήγησης, ο συναισθηματικός mariachi αποτελεί το νούμερο ένα στόχο της τοπικής μαφίας. Ο λόγος: η κιθαροθήκη που κρατάει. Η αιτία: ένας επιδέξιος δολοφόνος έχει επισκεφτεί την πόλη ζωσμένος με μια κιθαροθήκη που στάζει μπαρούτι, για να πάρει εκδίκηση απ' τον αρχιμαφιόζο της περιοχής που τον έχει ρίξει σε μια αναμεταξύ τους συμφωνία. Ο αρχιμαφιόζος, ο μόνος που γνωρίζει το δολοφόνο, έχει δώσει ρητή εντολή στα "λαγωνικά" του: "σκοτώστε τον άντρα που κρατάει κιθαροθήκη και φοράει μαύρα". Έτσι ο δύσμοιρος mariachi έχει μπλεξίματα.

Η ιδέα απλή. Το ζήτημα της λανθάνουσας ταυτότητας πολυειπωμένο. Όμως ο Robert Rodriguez δε σταματάει εκεί, θα παίξει με τραγικές έννοιες όπως το "είναι", "φαίνεσθαι", "έχειν". Ο Γκι Ντεμπόρ έχει διατυπώσει "από τον έκδηλο υποβιβασμό του είναι σε έχειν, έχουμε πλέον οδηγηθεί σε μια γενικευμένη διολίσθηση από το έχειν στο φαίνεσθαι." Έτσι και εδώ ο mariachi δεν κρίνεται-διώκεται για αυτό που είναι. Το "είναι" πλέον δεν είναι υπαρκτό, δεν έχει διακριτή υπόσταση. Το "είναι" διαβάλλεται και μετουσιώνεται από την προβολή του "έχειν"(κιθαροθήκη) και του "φαίνεσθαι"(μαύρα ρούχα) πάνω του. Έτσι το ζήτημα της λανθάνουσας ταυτότητας δεν αποτελεί απλά μια απλή παρεξήγηση, αλλά το σφάλμα των αναγνωριστικών μηχανισμών που προκύπτει απ' την αντικατάσταση του "είναι" σε "έχειν" και "φαίνεσθαι". Κάτι ανάλογο μπορούμε να ισχυριστούμε και για τον αρχιμαφιόζο. Ο οποίος γίνεται διακριτός μονάχα απ' τη φαινομενικότητα του(λευκός ρουχισμός ως μορφολογικό έμβλημα) αλλά και τη μορφολογική-φαινομενική ιδιαιτερότητα της εικόνας(ονειρώδη φόρμα) όταν τον περιβάλλει. Βέβαια μη φανταστείτε πως ο Robert Rodriguez περνάει σε εγκάθετους στοχασμούς της παραπάνω σημειολογίας. Αντιθέτως, η αφήγηση ακολουθεί τον δαιμόνιο ρυθμό των spaghetti western, εμπλουτισμένη με αξιοπρόσεκτες στυλιστικές επιλογές, που αφήνουν και χώρο για ποικιλότροπες και παράλληλες προσεγγίσεις του film.

Τέλος, το φινάλε μπορεί να μοιάζει εξυπνακίστικο και αδικαιολόγητα ένθετο. Αν όμως το σχόλιο που περιέχει: "Εκεί που τελειώνει η αγάπη αρχίζει η ζωή" ήταν εύστοχο για το γκετοποιημένο Μεξικό του 1992, τότε μπορούμε να πούμε πως είναι τραυματικά επίκαιρο για την απρόσωπη Ευρώπη του 21ου αιώνα.
Βαθμολογία 7/10

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Up



Σκηνοθεσία: Pete Docter-Bob Peterson
Παραγωγής: USA/ 2009
Διάρκεια: 96'


Αν ο κινηματογράφος απλώνει τις ρίζες του στη μυθιστοριογραφία, και συγκεκριμένα στο διήγημα, τότε το παιδικό animation -και τονίζω το παιδικό- πατάει και με τα δυο πόδια απάνω στην κλασσική(ή καλύτερα τυπική) παραμυθογραφία! Και αν η Pixar έχει καταφέρει ένα σημαντικό προβάδισμα έναντι των ανταγωνιστών της στο συγκεκριμένο είδος, αυτό οφείλεται στην ικανότητα της να αφουγκράζεται τις (παραμυθένιες) εικόνες των παιδικάτων μας, να προσαρμόζεται σε αυτές σχεδιαστικά, και έπειτα να της θέτει σε κίνηση αφυπνίζοντας τη φαντασία των αλλοτινών καιρών μας.

Ένα τυπικό παραμύθι, κατά κανόνα σχεδόν, απαρτίζεται από δύο κύριες συνιστώσες: τη μελοδραματικότητα και την διδακτικότητα. Όσον αφορά τη μελοδραματικότητα, η επιτυχία ενός παραμυθιού έγκειται στο να προκαλεί τα συναισθήματα της συγκίνησης, της τρυφερότητας και της παιδικής αθωότητας. Για να παραμένει ένα παραμύθι κατάλληλο και για το ενήλικο κοινό, οφείλει να προκαλεί τα παραπάνω συναισθήματα με σχετικά αβίαστο τρόπο. Όσον αφορά τώρα τη διδακτικότητα, αυτό το στοιχείο αποτελεί μάλλον και την κύρια συνιστώσα του παραμυθιού. Καθώς η ιστορία συνήθως είναι προσχηματική, λειτουργώντας με παραβολικό και αλληγορικό τρόπο, αποσκοπώντας στο να μεταδώσει συγκεκριμένα μηνύματα. Η επιτυχία ή όχι του παραμυθιού -και συνεπώς του animation- εξαρτάται απ' το κατά πόσο τα εκπεμπόμενα μνήματα ικανοποιούν τις διανοητικές ανάγκες του κοινού. Και αυτό είναι το πιο δύσκολο κομμάτι για το animation, καθώς καλείται να ικανοποιήσει ετερόκλητα ηλικιακά ακροατήρια.


Έτσι, κάθε ενήλικος θεατής, μπροστά απ' ένα παιδικό animation καλείται να αποδεχτεί-υπερβεί εξ' αρχής τα κατά γενική ομολογία μη αναπνεύσιμα στοιχεία της διαδακτικότητας και της μελοδραματικότητας, ώστε να "ακολουθήσει" το συγκεκριμένο genre. Και η επιτυχία του Up, εισπρακτική και κριτική, εμφανίζεται στον τρόπο που διαχειρίζεται τις δύο προαναφερθέν συνιστώσες. Συναισθηματικά μπορεί να μην είναι αβαρή, ωστόσο δεν πλατειάζει σε κανένα σημείο. Αντιθέτως, καταφέρνει να μετουσιώνει κάθε παιδικό ερέθισμα-συναίσθημα σε μια ενήλικη επίκληση στην τρυφερότητα και την αθωότητα της παιδικής ματιάς. Ή έστω στη συμβατική αθωότητα της παιδικής ματιάς.


Αυτό όμως που αποτέλεσε σημείο αναφοράς ήταν η ώριμη σημειολογία του, παρά το παιδικό περίβλημα, σε θέματα που εκτείνονται απ' τον κοινωνικό ως τον ατομικό υπαρξισμό. Διδάσκοντας τη χειραφέτηση απ' τον σύγχρονο υλιστικό τρόπο ζωής. Ο οποίος εξελίσσεται στις ρίζες-δεσμά μας με την αδιάφορη και κυνικά γήινη καθημερινότητα. Επικροτεί και παρακινεί έναν περιπετειώδη τρόπο ζήσης, που να ενστερνίζεται τις αρετές της βιωματικής εξερεύνησης και της ακατάπαυστης περιπλάνησης εντός των μοναδικών στιγμών. Απορρίπτει το ταξίδι ως μοναδικό σκοπό κατάκτησης μιας στατικής και συγκεκριμένης ονειρολαγνίας. Μας προτρέπει να αποκοπούμε απ' τον συναισθηματικό εγκλεισμό μας, που βουλώνει το πεδίο όρασης μας σε έκφυλα ατομοκεντρικές διαστάσεις. Και ορίζει τα συναισθήματα από μια ανώτερη πνευματική σκοπιά, με έναν ολοκληρωτικά αποδεσμευτικό τρόπο, τα διαχέει στο άπειρο, και έτσι τα αφήνει να κουρσέψουν άθιχτα το άνυσμα του χωροχρόνου.


Το Up παρουσιάζει τα απαραίτητα εχέγγυα για να γίνει μια ευχάριστη ταινία. Όχι, δεν πρόκειται για κάποιο αριστούργημα. Είναι απλά ο συνεχιστής του Ratatouille και του Wall-e. Αν τα λατρέψατε, το ίδιο θα πράξετε και μ' αυτό. Ειδάλλως μάλλον θα σφυρίζεται αδιάφορα...
Βαθμολογία 7/10

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Sin City



Σκηνοθεσία: Frank Miller-Robert Rodriguez
Παραγωγής: USA / 2005
Διάρκεια: 124'


Υπάρχουν ορισμένες ταινίες που μας υποχρεώνουν ευθέως να ανοίξουμε το θέμα περί μοντερνισμού και νεωτερισμού στον κινηματογράφο. Ο μοντερνισμός και ο νεωτερισμός είναι έννοιες που έχουν στην ουσία διχοτομήσει την κινηματογραφόσφαιρα, ορίζοντας δύο ημιεπίπεδα. Στο ένα, υπάρχουν οι υπέρμαχοι του μοντερνισμού, που σπεύδουν να εναγκαλιάσουν το οτιδήποτε οπτικά καινοτόμο. Στην αντίπερα όχθη, υπάρχουν εκείνοι που στρέφουν τα πυρρά ενάντια στον μοντερνισμό, θεωρώντας τον ως επιβλαβή και αμαυρωτικό προς την υφιστάμενη καλλιτεχνική όψη του σινεμά. Και στους δύο χώρους εμφανίζεται μια αντιδιαλεκτικότητα. Εγώ θα ήθελα να θέσω την εξής ερώτηση: μήπως και οι δύο αντιδράσεις εκρηγνύονται τελικά από την ίδια παρόρμηση; Την προδιάθεση; Η οποία απλώς είναι αντεστραμμένη, ανάλογα το στρατόπεδο των μεν και των δε;


Κατά την ταπεινή μου γνώμη, οι παραπάνω έννοιες, και οι παραπλήσιες του μοντερνισμού, δεν έχουν αυθύπαρκτη υπόσταση. Είναι μόνο εργαλειακές, που μας βοηθούν να υποδείξουμε προoρισματικά -ως τελικό αποτέλεσμα δηλαδή- την ύπαρξη κάτι νέου, όσον αφορά είτε τη φόρμα, είτε το περιεχόμενο, μα κυρίως τη φόρμα. Έτσι, σε αυτή τη βάση, είναι άσκοπο να τασσόμαστε υπέρ ή κατά του μοντερνισμού. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να 'χε ως αποτέλεσμα από τη μία τον εκμηδενισμό ορισμένων από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στην ιστορία του cinema (όπως για παράδειγμα του Bresson), ή από την άλλη την κατάκτηση του κινηματογραφικού πάνθεον από δεκάδες μετριότητες. Διαφαίνεται πως η συζήτηση περί μοντερνισμού οφείλει να αλλάξει βάση. Και ότι αυτή η συζήτηση δεν είναι κάτι νέο. Επί της ουσίας πρόκειται για το αισθητικό ξεψάχνισμα της φόρμας -το οποίο υφίσταται ανεξαρτήτως καινοτομιών, πρωτοποριών κλπ- και τη δοκιμιακή ανάλυση της σχέσης, ή καλύτερα της αναλογίας, περιεχομένου-φόρμας. Εφόσον από αυτή την ανάλυση προκύπτει κάτι κινηματογραφικά νέο, μπορούμε να μιλήσουμε για μοντερνισμό. Ωστόσο, είναι αδιανόητο, αυτός ο μοντερνισμός να αγιοποιείται ή να απορρίπτεται καθολικά! Το παραγόμενο της κρίσης μας ή της άποψης μας, οφείλει να ακουμπάει στο λυκόφως της προαναφερθέν ανάλυσης της σχέσης φόρμας-περιοεχομένου. Έτσι, στην ουσία ο μοντερνισμός δεν εκφέρει συγκεκριμένα ταυτοτικά χαρακτηριστικά. Είναι μόνο μια ποσοτική κλίμακα μέτρησης της κινηματογραφικής καινοτομίας, ή οποία όμως δεν είναι και ποιοτική, δηλαδή δε συνδέεται με το ύφος και τη χροιά της καινοτομίας.


Αλλά, έχοντας όλα τα παραπάνω στο νου, ας πούμε δυο λόγια για το Sin City. Το Sin City είναι η αμαρτωλή πόλη που ξεμπλέκει επαναλαμβανόμενα το κουβάρι της μέσα σ' ένα αιμοσταγή σύμπαν, ως σεξιστικό πυροτεχνούργημα, εκεί που η δικαιοσύνη και η βία παντρεύεται με την αυτοδικία. Εμείς θα παρακολουθήσουμε αυτόν τον βίαιο κόσμο, που κάνει επίκληση στον ηθικό παρηκαμασμό του σήμερα, μέσα από τρεις διαφορετικές ιστορίες. Οι οποίες στην ουσία είναι οι διαφορετικές πτυχές της ίδιας ιστορίας, και φωτίζουν πολύπλευρα φαινόμενα όπως διαφθορά, εξουσία, κληρισμός, μοναχικότητα, σεξουαλισμός. Η ιδέα προέρχεται απ' το κόμικς του Frank Miller. Ή για την ακρίβεια, είναι η αυτούσια μεταφορά του. Και το κινηματογραφικό πανί γίνεται η οδός παρέλασης των στυλιζαρισμένων storyboards του Frank Miller. Ο Robert Rodriguez, που αναγράφεται επίσης στους σκηνοθετικούς τίτλους, προσθέτει την πείρα του, αλλά κυρίως την (κινηματογραφική) τεχνογνωσία του, ώστε να υλοποιηθεί το παραπάνω όραμα.


Έτσι, με στοιχεία όπως η ψηφιοποίηση της εικόνας, μέχρι και των πρωταγωνιστικών ερμηνειών. Με ήχο αποκλειστικά ασύγχρονο. Τον ανάλογο αποχρωματισμό της εικόνας, αλλά και ένα πανδαιμόνιο οπτικών εφέ, το Sin City γίνεται μια ταινία που όμοια της δεν έχουμε παρακολουθήσει. Μπορούμε δηλαδή κάλλιστα να μιλήσουμε για μοντερνισμό. Όμως, το ζητούμενο είναι να αποκρυσταλλώσουμε την τεχνική κάτω από την φαινομενική επιφάνεια τής. Αυτό που καταφέρνει το κινηματογραφικό Sin City είναι να ομοιάσει σε αυτό του κόμικς. Στοχοθετώντας μάλιστα αυτή την καθομοίαση ως απαραίτητο αυτοσκοπό. Η ιστορία σεναριακά είναι έξυπνη(ενίοτε εξυπνακίστικη), και αρκετά ευσταθής. Ωστόσο, όλοι οι πειραματισμοί βρίσκονται σε αρκετά πρώιμο στάδιο, δίχως καλλιτεχνική πυξίδα, και αποσκοπούν εξ' ολοκλήρου στο θέαμα. Το Sin City είναι η αμαρτωλή πόλη που ζούμε, η αμαρτωλή πόλη που πιτσιλάει εκστατικά στα πρόσωπα μας το νωθρό αίμα της, φορώντας ότι πιο θεαματικό (στην πρόστυχη όψη του θεάματος) βρει μπροστά της.
Βαθμολογία 5/10

9


Σκηνοθεσία: Shane Acker
Παραγωγής: USA / 2009
Διάρκεια: 79'


Το 9 του έτους 2009 είναι η μετεξέλιξη του 9 του 2005. Το οποίο ήταν μια μικρού μήκους ταινία, μόλις 11 λεπτών. Η μικρού μήκους άρεσε, προτάθηκε μέχρι και για oscar στην κατηγορία της. Έτσι ο Shane Acker, εξασφαλίζοντας τη χρηματοδότηση, την τράβηξε, σχεδόν την ξεχείλωσε, στα μεγέθη (περίπου) μιας μεγάλου μήκους ταινίας. Και λέω ξεχείλωσε διότι η πλοκή είναι ενοχλητικά επαναλαμβανόμενη.


Παρ' όλα ταύτα, το 9 αποτελεί ένα αξιοπρόσεκτο animation. Εντυπωσιακό στα γραφικά του. Διατηρεί μια γοτθική χροιά, όπου το cinema του φανταστικού ενθυλακώνεται αριστοτεχνικά στο κινούμενο σχέδιο. Και πέραν της άκρως σαγηνευτικής αισθητικής, τα απέριττα σκηνικά και η ματιά αθωότητας στους πρωταγωνιστές-ρομπότ υπογράφουν μια άκρως ενδιαφέρουσα κινηματογραφική περιπέτεια.


Η θεματολογία, παρά το είδος του animation, δε βαραίνει με ηθικολογίες και διδακτισμό. Αντιθέτως, διακρατεί ένα μινιμαλιστικό ύφος, αφήνοντας τα συναισθήματα να αναδυθούν μέσα απ' τις εικόνες. Αν έπρεπε να υποδείξουμε κάποια στοιχεία ως θεματικούς πυλώνες, αυτά θα ήταν: ένα οικολογικό μήνυμα, καθώς και η προτροπή απαγκίστρωσης από τις συγκεντρωτικές εξουσίες και η ανάδειξη της δύναμης των ομάδων με τις συμμετοχικές-οριζόντιες δομές.
Βαθμολογία 5,5/10

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Ricky



Σκηνοθεσία: François Ozon
Παραγωγής: France / Italy / 2009
Διάρκεια: 90'

Αυτό είναι το νέο film του François Ozon, όπου προκάλεσε ορδές χαχάνων στους κύκλους της κριτικής. Απορρίφθηκε βίαια, ή ίσως και αβίαστα. Κυρίως λόγο του οξύμωρου της θεματικής του. Η οποία εκπέμπει σε μια αβάσταχτα σουρεαλιστική συχνότητα, και μάλιστα δίχως κάποιο πειστικό λόγο. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.


Ο Ricky του τίτλου, είναι ένα νεογέννητο παιδί. Ή περίπου παιδί. Καθώς στους ώμους του έχει φυτρώσει ένα ζευγάρι φτερούγες. Ο Ricky λοιπόν είναι ένας φτερωτός άνθρωπος. Η φρέσκια οικογένεια του συναντάει δομικά προβλήματα συγκρότησης. Τα οποία ενισχύονται και από την παραφυσικότητα του ίδιου. Τα προβλήματα όμως είναι κυρίως κοινωνικά. Εντάσσονται στις οικονομικές δυσχέρειες της εργατικής τάξης για βιοπορισμό. Αλλά και στην εγγενής αμηχανία που παρουσιάζει η σχέση-επικοινωνία γυναικός-ανδρός εντός της κυνικής κοινωνίας. Κατακλεισμένη από τις a priori κοινωνικές επιταγές, αλλά και την ατομική σεξουαλική καταπίεση. Στον αντίποδα υπάρχει ένα έτερο παιδί, η Lisa, το οποίο είναι ο καθρέφτης της οικογενειακής ψυχρότητας της σύγχρονης εποχής. Βέβαια, το πιο πιθανό είναι όλα τα παραπάνω να παραμεριστούν κατά τη διάρκεια της θέασης σας. Καθώς το φτερωτό παιδί καρφιτσώνει αναπόδραστα τα βλέμματα πάνω του.

Κοιτώντας τα αριστουργήματα της 7ης Τέχνης, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ένα ποσοστό αυτών καθομοιάζει στην εξής διαπίστωση: "Την ικανότητα να περιγράφουν την πραγματικότητα με την ακρίβεια του εξωπραγματικού. Προσφέροντας τελικά μια ανώτερη θέαση του κόσμου". Όχι, το Ricky δεν μπορεί να συγγενέψει με την παραπάνω πρόταση. Ο Ozon φέρνει ανάποδα τον παραπάνω ισχυρισμό. Και αυτό διότι παρατηρεί το εξωπραγματικό(Ricky) με την ακρίβεια του πραγματικού. Όλη η ταινία είναι οπτικοποιημένη πάνω στον Ricky(εξωπραγματικό). Χωρίς καμία ποίηση. Χωρίς την ύπαρξη κανενός συμβολισμού, παρά τις βουλές της αδημονούσας λαιμαργίας μας. Ο Ricky αφεντεύει στα κάδρα. Και παρά τις ευγνωσμένες εικονοκλαστικές ικανότητες του Ozon, δε θα μας προσφέρει ούτε μία λυρική-οπτική-εικονική απόλαυση. Αντιθέτως, θα αντιμετωπίσει το θέμα με περίσσευμα κυνισμού. Όπως ακριβώς αυτός αποτελεί δομικό συστατικό της πραγματικότητας. Ακόμα και τα φτερά του Ricky θα καθομοιαστούν με τα ανάλογα μέλη ενός κοτόπουλου. Ω, γείωση!


Μα μίλησα προηγουμένως για την παρατήρηση του εξωπραγματικού μέσα από την ακρίβεια του πραγματικού. Και ναι, ο Ricky είναι στο κέντρο του κάδρου, μα ο καμβάς βάφεται με πνιγερά ρεαλιστικά χρώματα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο βιοποριστικός γολγοθάς της εργασιακής τάξης, τα στοιχεία οργανικής αποσύνθεσης της σύγχρονης οικογένειας, το απρόσωπο-ανέγγιχτο της εποχής, η εκπορνευτική βουλιμία των ΜΜΕ και των γενιών της, αλλά και η ατομική απομόνωση-απογύμνωση είναι οι πινελιές που συμπυκνώνονται σε αυτό το background της πραγματικότητας. Η σκηνοθεσία από την άλλη αναδιπλώνεται υπό το πρίσμα μιας νατουραλιστικής εγκράτειας. Με μακρά στατικά πλάνα. Χρώματα μουντά χύνονται στο φωτογραφικό φακό. Χτίζοντας ένα ρεαλιστικό οικοδόμημα, μια φωτοτυπία της πραγματικότητας. Στης οποίας το κέντρο, κάποιος "πέταξε" ένα εξωπραγματικό θέμα.


Θα μπορούσαμε να πούμε πως η αβίαστη απόρριψη του "Ricky" επήλθε φυσικά, ως παραγόμενο των δεδομένων οπτικών-μεθοδολογιών ανάγνωσης ταινιών, τόσο από την κριτική όσο και από το κοινό. Στη φύση της ίδιας σκέψης, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Ozon γράφει το Ricky για να υποδείξει τον στραγγαλισμό του εξωπραγματικού-ονείρου, ως αναπόφευκτο προϊόν των δεδομένων πρακτικών της δομικά κυνικής πραγματικότητας.

Σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να αποκαταστήσει τη φήμη του "Ricky", κάθε άλλο. Καθώς και ο ίδιος ο γράφοντας δηλώνει μπερδεμένος, και θεωρεί τα όποια συμπερασματικά εξαγόμενα εξαιρετικά πρώιμα. Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι, μόνο, να υποδείξει ένα εναλλακτικό "πρότυπο" ανάγνωσης του film και να αποτρέψει την βίαια απόρριψη του.
Βαθμολογία 6/10

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Οδηγός της χρονιάς 2008-2009-Part 2(Η ελίτ)



10
Revolutionary Road/Sam Mendes

Μια οικογένεια, φαινομενικά (μόνο) ξεχωριστή, καταλήγει ως λουκούλλειο γεύμα στα αστραφτερά συρμάτινα δίχτυα του American Dream. Και τα φώτα ενός επιτακτικά άγνωστου Παρισιού, ώστε να δύναται να αποτελέσει ονειρικό προορισμό, λάμπουν σαν μαγνήτης σωτηρίας. Όχι το Παρίσι δεν είναι η λύση. Είναι η υπεκφυγή, το όνειρο που πρέπει να υπάρχει. Και ο λεκές στο επιχρυσωμένο πουκάμισο, που κορδώνεται με περηφάνια στο κοσμικό πανηγύρι.

9
Vals Im Bashir/Ari Folman

Όταν όλα τελειώνουν, το σκουπιδιάρικο αρμενίζει στους δρόμους της ψυχής σου. Να σε αλαφρύνει από τα βαριά μπαγκάζια σου. Να ξεδιαλύνει τη χωματερή των τύψεων και των ενοχών. Και ύστερα βγαίνουν οι συγγραφείς να φτιάξουν την Ιστορία. Χωρίς να σε συμπεριλαμβάνουν. Και συ συνεχίζεις, χτίζοντας το σπίτι σου σ' έναν τόπο που καταλήγει να μη σου ανήκει. Ίσως τελικά ήρθε η ώρα να ψαχνίσεις στη χωματερή τα υπάρχοντα σου. Και να στάξεις το παχύ μελάνι τους, στις γλαφυρές καλλιγραφίες τους.

8
The Wrestler/Darren Aronofsky

Η φθορά του σώματος ως καθρέφτης του πνευματικού παρηκμασμού. Θέαμα φτηνό σε μια παλαίστρα στημένων αγώνων. Και τώρα, μες στην αρένα που ξεχύθηκαν τα πλήθη, το ίδιο παραμύθι επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Ένας εαυτός που καταναλώνει και καταναλώνεται, μέσα από ανώδυνες εικόνες. Σ' έναν κόσμο που η απομόνωση βαρά κατακέφαλα. Καθώς η μοναξιά λικνίζεται ως επαγγελματίας stripper στο ρυθμικό τέμπο της εσωτερικής απογύμνωσης.

7
Stella/Sylvie Verheyde

Απέριττη, ρυθμική και πρωτοποριακή η Sylvie Verheyde μας παραδίδει ένα αριστουργηματικό πορτραίτο της παιδικής ηλικίας. Δίχως ίχνη μελοδραματισμού και διδακτικότητας να κομπιάζουν στις κομψογραμμένες αφηγηματικές αρτηρίες της. Μια ταινία φωτιά, που μιλάει με το βλέμμα. Λυτρωτήρια, σαν αγκάθι που βγαίνει από βαθιά πληγή. Ας μην περάσει στα ψιλά!

6
Entre Les Murs/Laurent Cantet

O Laurent Cantet με το ντοκυμαντεριστικό βλέμμα βυθίζεται στο σχολείο-πρόδρομο συνύπαρξης της πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Ένα ανθρωπόμορφο δράμα που πληγώνεται από το κατασπαρακτικό θεσμικό σύστημα της παιδείας. Όπου οι Σωκρατικοί ψίθυροι καταλήγουν σε αίθουσες άδειες, και η ρήση του Oscar Wilde γίνεται τραυματικά εύστοχη, "Η εκπαίδευση είναι θαυμάσιο πράγμα, αλλά καλό είναι να θυμόμαστε κάπου κάπου ότι, από αυτά που αξίζει να μάθει κανείς, τίποτα δεν μπορεί να διδαχτεί."

5
Gomorra/Matteo Garrone

Ο κόσμος των γκάνγκστα όπως δεν τον έχουμε ξανά δει. Η πιο ρεαλιστική και σάρκινη περιγραφή, προσωποποιημένη μέσω της Camorra, δια χειρός Matteo Garrone. Λιτή σκηνοθεσία, επαναστατικό ντεκουπάζ, σε μια ιστορία που επαναλαμβάνεται μέσα από μια σπονδυλωτή αφήγηση. Εκεί που η βία συναντάει τη διαφθορά. Γιατί η Camorra δεν κατοικεί στην Ιταλία. Η Camorra είναι ο κόσμος σου, είναι ο κόσμος που μας περιβάλλει.

4
Inglorious Basterds/Quentin Tarantino

Ο Tarantino, και οι μπάσταρδοι του, γράφουν τη ναζιστική ιστορία από την αρχή. Διαπράττοντας την πιο αισθαντική και ερωτική εξομολόγηση του προς το σινεμά. Άφθονες δόσεις χιούμορ. Και κυρίως μια σκωπτική ματιά στην αδιάσπαστη σχέση βίας-θεάματος. Και όλα αυτά, μέσα από έναν ύμνο στο αθάνατο σινεμά και την Τέχνη, και τη δύναμη τους να (δια)μορφώνουν.

3
La Rabia/Albertina Carri

Προσωπικά ταινία σοκ! Που πέρασε στα ψιλά παγκοσμίως. Και όμως υπάρχει, ακόμα, ένα σινεμά αγνό που πειραματίζεται. Η Carri λέει για το La Rabia: «Νομίζω ότι υπάρχει μια κοινή θεματική: ο φόβος που μου προκαλούν τα επιβεβλημένα ήθη. Με απασχολεί η ατομικότητα και η προσωπική επιθυμία σε αντιδιαστολή με τους καταπιεστικούς κοινωνικούς θεσμούς που μας μετατρέπουν σε τέρατα, όπως ακριβώς τους ενήλικες στο 'La Rabia'»

2
Synecdoche New York/Charlie Kaufman

Η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Charlie Kaufman αποτελεί μια βουτιά, άνευ επιστροφής, στον παρανοϊκό κόσμο που μας είχε συστήσει ως σεναριογράφος. Μέσα από μια ονειρώδη τροχιά, που ξεδιπλώνεται ασυνάρτητα, ανάμεσα στις χημικές αντιδράσεις ενός εγκεφάλου, θα παρακολουθήσουμε την προσωπική μάχη ενός θεατρικού σκηνοθέτη που αναμετριέται με τον εαυτό του. Όπως ακριβώς η ίδια η Τέχνη.

1
Youth Without Youth
/Francis Ford Coppola

O τρισμέγιστος Francis Ford Coppola επιστρέφει έπειτα από δέκα χρόνια απουσίας με την πιο προσωπική ταινία που είδαμε ποτέ. Ο άνθρωπος, το ετοιμόρροπο φρούριο στα χέρια του πανδαμάτωρ χρόνου. Εκεί, που μια στιγμιαία έκρηξη αγάπης, αρκεί για να υπερβεί τον συμβατικό χρόνο, και να αιωρηθεί στα ουρανοθέμελα της αβύσσου της αιωνιότητας. Μια σπαραχτική ωδή, ενός auteur που αναμετριέται με τον καιρό του...